(ΑΦΙΕΡΩΜΈΝΟ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ)
Στα σπλάχνα του θηρίου
Όπως ανάμεσα στα παιδιά τους οι γονιοί αγαπούν, αν τύχει κι έχουν, περισσότερο από τ’ άλλα το σακάτικο, έτσι κι η Αριστερά της Κύπρου αγαπά πάνω απ’ όλα το σύνθημά της: «Εμείς δεν κάναμε ποτέ κακό στην Κύπρο»! Μ’ αυτό θέλουν να πουν στον κόσμο ότι είναι οι ενωτικοί και ο ελληνικός στρατός οι αποκλειστικοί ένοχοι για το κατάντημα να βρίσκεται σήμερα η Κύπρος άγρια δαγκωμένη στο στόμα του λύκου, του Γκρίζου Λύκου. Ότι δεν φαίνεται να θριαμβεύει πάντοτε η Δικαιοσύνη θα μπορούσε κανείς να το εννοήσει ως μέρος του σχεδίου «ελευθερία» που διέπει την ύπαρξη του κόσμου. Μια μέρα, πάντως, ίσως πιο σύντομα απ’ ό,τι φαντάζεται η Αριστερά, όσο κι αν όλο και περισσότερο σπανίζουν οι πνευματικοί άνθρωποι-ηγέτες που θα επιτάχυναν τη διαδικασία, θα φτάσουμε όλοι στα ορθά συμπεράσματα και θα φανεί ξεκάθαρα τόσο η αληθινή της ταυτότητα, όσο και το μέγεθος της ευθύνης της. Αφήνοντας πίσω τη μη συμμετοχή της στον αντιαποικιακό-ενωτικό Αγώνα του ’55-’59 κι αφήνοντας πίσω το γεγονός ότι διέβαλε και συκοφάντησε όσο μπορούσε την Ένωση και την Ελλάδα ενόσω διεξαγόταν εκείνος ο Αγώνας, πράγματα που δεν έβλαψαν καίρια τότε, γιατί ο λαός την απομόνωσε και την εξουδετέρωσε, η δράση της υπήρξε αποφασιστικά καταστροφική στα πρώτα χρόνια μετά τον Αγώνα. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου του 1964, ένας αντικειμενικός παρατηρητής, που θα είχε τις βασικές πληροφορίες στη διάθεσή του, θα μπορούσε, σχεδόν με βεβαιότητα να συμπεράνει, ότι το μέλλον προδιέγραφε μια τουρκική μάλλον, παρά ελληνική Κύπρο. Ναι μεν τότε, με την άδεια και την προτροπή των Αμερικανών, είχε επιτελεσθεί αρχικά η ντε φάκτο Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα (είχε μεταφερθεί στην Κύπρο μια ελληνική μεραρχία δύναμης πυρός Σώματος Στρατού), τα πράγματα, όμως, έμελλε να εξελιχθούν εντελώς ανάποδα. Όταν οι συνομιλίες για παροχή ανταλλαγμάτων στους Τούρκους, προκειμένου να επικυρωθεί και επισήμως η Ένωση απέτυχαν, αδημονώντας πια οι Αμερικανοί και σφόδρα ανησυχούντες για την πιθανότητα να μετατραπεί όντως η Κύπρος σε Κούβα της Μεσογείου, είπαν τη μεγάλη κουβέντα, την κουβέντα που έκαμε τους Εγγλέζους να ξινίσουν τα μούτρα τους1, την κουβέντα που κυριολεκτικά ακύρωνε τις τουρκικές και τις αγγλικές εγγυήσεις και τα επεμβατικά τους δικαιώματα εις τον αιώνα τον άπαντα, την κουβέντα που θα μπορούσε να οδηγήσει στη δικαίωση εθνικών αγώνων και μαρτυρίων και ονείρων αιώνων, την κουβέντα, ακόμα, που θα απαγόρευε και τις σημερινές απαιτήσεις των Τούρκων στο Αιγαίο: Κηρύξετε την Ένωση τώρα, είπαν, ολόκληρης της Κύπρου με την Ελλάδα, με μόνο όρο να υποσχεθείτε ότι θα συνομιλήσετε με τους Τούρκους για κάποια ανταλλάγματα μετά². ΜΕΤΑ. Δεν πρόκειται τώρα να αναλύσουμε τη σημασία αυτού του «μετά». Ο κάθε νουνεχής Έλληνας, πολιτικά σκεπτόμενος άνθρωπος, μπορεί μόνος του να φαντασθεί τη σημασία και τις προεκτάσεις του. Εδώ, απλώς, θυμίζουμε και την επιστολή του Προέδρου των ΗΠΑ Τζόνσον, της 5ης Ιουνίου 1964³, η οποία απαγόρευε ρητά στην Τουρκία να επέμβει στην Κύπρο χρησιμοποιώντας αμερικανική στρατιωτική βοήθεια που της δόθηκε για άλλους σκοπούς, με στόχο να διχοτομήσει την Κύπρο. Κι αυτό όχι βέβαια για τα δικά μας γλυκά μάτια, αλλά επειδή έτσι εξυπηρετείτο, τότε, η αμερικανική εξωτερική πολιτική. Ας αφήσουμε, στο σημείο αυτό, για λίγο το 1964 κι ας πάμε μια δεκαετία αργότερα, στον Σεπτέμβριο του 1974, στο ξενοδοχείο Dome (ιδιοκτησίας της οικογένειας Κατσελλή), στην τουρκοκρατούμενη Κερύνεια, όπου είχαν εγκλωβιστεί αρκετοί Έλληνες κάτοικοί της. Εκεί έφτασε σε κάποια στιγμή ένα αμερικανικό συνεργείο ειδήσεων και ζήτησε να μιλήσει με τους εγκλωβισμένους. Εκείνοι επιτέθησαν με άγριες φωνές κατά των Αμερικανών δημοσιογράφων, εκτοξεύοντας τις γνωστές και κατά τα άλλα δίκαιες, βέβαια, κατηγορίες για την ευθύνη των Αμερικανών στην ντε φάκτο τουρκοποίηση της Κερύνειας και της μισής σχεδόν Κύπρου. Ανάμεσα στους παρόντες εγκλωβισμένους ήταν και ο δάσκαλος Σωτήρης Έλληνας, δεν ζει πια, αλλά διηγήθηκε την ιστορία στον επίσης Κερυνειώτη κουνιάδο του Γιώργο Σφογγαρά κι εκείνος σε μένα, ο οποίος άκουσε τον επικεφαλής Αμερικανό δημοσιογράφο να αποστομώνει με τις εξής δυο φράσεις τους αγανακτισμένους, φωνασκούντες Κερυνειώτες: “Why do you shout? You had your chances!” Τουτέστιν, γιατί διαμαρτύρεστε; Σε σας πρώτους δόθηκε η ευκαιρία να κάνετε ό,τι επετράπη στους Τούρκους να κάμουν σήμερα κι εσείς, τότε, δεν την εκμεταλλευτήκατε! Εμείς οι Έλληνες της Κύπρου να εκμεταλλευτούμε τέτοια ευκαιρία; Αστεία πράματα. Εμείς, υπό την πεφωτισμένη ηγεσία του Μεγάλου μας Ηγέτη, Προέδρου, Αρχιεπισκόπου και Εθνάρχη Μακαρίου Γ΄, είχαμε ήδη αφήσει πίσω μας τον αγώνα της Ένωσης με την πτωχή και νατοϊκή Ελλάδα (δεν το ξέραμε άραγε το ’55-’59 ότι ανήκε στο ΝΑΤΟ;) κι είχαμε αναλάβει έναν περίπου παγκοσμίων διαστάσεων άλλον αγώνα, μεγάλο και αριστερό-προοδευτικό, μάλιστα, αγώνα ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΝΑΤΟ! Αρκεί κανείς να φυλλομετρήσει μερικές κυρίαρχες κυπριακές εφημερίδες της εποχής, όπως την ακελική Χαραυγή και τη δεξιά Ο Φιλελεύθερος, για να ζήσει αμέσως το πνεύμα που επικρατούσε. Η «Χ» ζητούσε επί καθημερινής βάσεως από την Ελλάδα να τα μαζεύει και να φεύγει από το ΝΑΤΟ το συντομότερο δυνατό (είχαμε τη Σοβιετική Ένωση να μας… στηρίζει!), ενώ ο δεξιός «Φ» διακήρυττε στεντορείως ότι ουδεμία ελληνική κυβέρνηση δικαιούται να υποδεικνύει στην Κύπρο τι πρέπει να πράξει! Σε λαϊκό, καθημερινό επίπεδο, καφενεία, σωματεία, χώρους εργασίας, κοινωνικές συνευρέσεις, η διαβολή και η συκοφαντία εις βάρος της Ελλάδος και του ελληνικού στρατού, της μεραρχίας, εκ μέρους της «Αριστεράς» κατά πρώτο λόγο, κυριολεκτικά οργίαζε. Εκτεινόταν από τον ερωτικό τομέα, πώς δηλαδή αυτοί οι απατεώνες οι Καλαμαράδες αποπλανούσαν με την όμορφη γλώσσα τους τις παρθένες Κυπριοπούλες μας, ως το πόσο αδύναμη οικονομικά ήταν η Ελλάς, που θα παρέσυρε μαζί της στην ιδία φτώχεια και την Κύπρο αν γινόταν η Ένωση, χώρια που οι υψηλόβαθμοι Κύπριοι δημόσιοι υπάλληλοι θα έχαναν τις θέσεις τους, αφού θα τους τις έπαιρναν, μόλις γινόταν η Ένωση, οι Καλαμαράδες! Όλ’ αυτά αντιμετωπίζονταν με πολύ σπάνιες έως ανύπαρκτες επίσημες κυβερνητικές δηλώσεις για την πραγματική αξία και σημασία της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στην Κύπρο. Αυτό που έγινε σε μία περίπτωση, δεν μπορώ να διαβεβαιώσω και για δεύτερη, ήταν ότι κάλεσε τους Έλληνες αξιωματικούς ο Μακάριος για να τους εξηγήσει πως εκείνος ήταν μαζί τους και γνώριζε καλά τη σημασία και την αξία της παρουσίας τους, κατά τον ίδιο τρόπο που στα συλλαλητήριά του διακήρυττε την πίστη του στην Ένωση, αλλά το συνήθως τεράστιο πλήθος από κάτω δεν έφερε ούτε μία ελληνική σημαία, ενώ στις ελάχιστες φορές που αναφερόταν η λέξη «Ένωση», εκδήλωνε την… κάθετη διαφωνία του ξελαρυγγιζόμενο ρυθμικά «Η Κύπρος – ανήκει – στον – λα – ό – της». Μόλις πρόσφατα (30.8.2009) η αριστεροδεξιά ή δεξιοαριστερά κυπριακή εφημερίδα Καθημερινή (κατά το πρότυπο της αθηναϊκής, «που είναι μια δεξιά εφημερίδα», όπως λέει το Άρδην, «η οποία γράφεται κατά 80% από αριστερούς»), δημοσίευσε την έκπληξη ενός νεαρού αρθρογράφου της (δόκτορος, μάλιστα, της φιλοσοφίας, καθώς υπογράφει), για το γεγονός ότι οι Έλληνες στρατιώτες που έρχονταν ντυμένοι τουρίστες-επισκέπτες με πλοία για ν’ αποτελέσουν τη μεραρχία το 1964, ήταν φορτωμένοι «λύσσα ενάντια στον Μακάριο», επειδή τον θεωρούσαν ως τον κύριο υπεύθυνο για τη μη πραγματοποίηση της Ένωσης και για το γεγονός ότι οι Κύπριοι που τους συνόδευαν ήθελαν γι’ αυτό να τους πετάξουν στη θάλασσα! Όταν απάντησα στον νεαρό δόκτορα ότι τότε υπήρχε άλλη τόση λύσσα εκ μέρους της Κύπρου κατά της Ελλάδος, της Ελλάδος της δημοκρατίας του Γ. Παπανδρέου, βεβαίως, κι όχι της Ελλάδος της χούντας, την οποία λύσσα ο Μακάριος γνώριζε πολύ καλά, την υποδαύλιζε, μάλιστα, μέσω των παρακοιμωμένων του και την άφηνε ν’ αναπτύσσεται και να ευδοκιμεί, η επιστολή μου δεν δημοσιεύτηκε. και όταν δοκίμασα να επικοινωνήσω με τον διευθυντή της εφημερίδας, όχι άγνωστό μου, αρνήθηκε να βγει στο τηλέφωνο. Η κυπριακή Καθημερινή υποστηρίζει τον πάση θυσία συμβιβασμό (για να το πω έτσι) με την Τουρκία και τη συμβίωση με τους Τουρκοκύπριους, αλλά όσον αφορά τις δικές μας ιστορικές αλήθειες προτιμά να τις κρύβει κάτω από το χαλί! Δεν δείχνει να πιστεύει ότι είναι ανάγκη να τις ξέρουμε. Κι αν ο σκοταδισμός έχει τόσο αναβαθμιστεί στις μέρες μας, ώστε να εκλαμβάνεται ως προϋπόθεση/συστατικό της ειρήνης, ο καθένας μπορεί να συμπεράνει για ποιας ποιότητας «ειρήνη» μιλούμε. Όταν, λοιπόν, στις 19 Αυγούστου 1964 ο υπουργός Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας Σπύρος Κυπριανού, ευρισκόμενος στην Αθήνα, πληροφορήθηκε επισήμως ότι την επομένη θα πετούσε για την Κύπρο ο υπουργός Άμυνας της Ελλάδος, με σκοπό να ενημερώσει τον Πρόεδρο Μακάριο για την απόφαση της κυβέρνησης της Ελλάδος, της αντιπολίτευσης και του βασιλέως να κηρυχθεί μονομερώς η Ένωση Κύπρου-Ελλάδος, ενθουσιασμένος ο άνθρωπος πήρε τηλέφωνο τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να του ανακοινώσει την ιστορική και μεγαλειώδη είδηση. Το ξύλο το γλίτωσε μόνο γιατί δεν περνούν τα σκαμπίλια μέσα από τα σύρματα. Ο Μακάριος τού έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο και το ξανασήκωσε χωρίς καθυστέρηση. Πήρε τον μετέπειτα άλλο μεγάλο «αριστερό» και χαρισματικό ηγέτη, τον υιό του πρωθυπουργού, τον ομοϊδεάτη του Ανδρέα Παπανδρέου, επίσης οπαδό των Αδεσμεύτων και επίσης «τρανό πολεμιστή» κατά του ΝΑΤΟ και του εξήγησε πως όφειλε, μια και δυο, να πάει στον μπαμπά του και να του δώσει να καταλάβει, επιτέλους, πως ήταν καιρός να συνειδητοποιήσει ότι ΑΛΛΑΞΑΝ τα πράγματα κάτω στην Κύπρο και ότι ο λαός δεν ήθελε πια κανέναν ν’ αποφασίζει για λογαριασμό του. Το «σχέδιο» που είχε υπόψη του ο Μακάριος (σε αντίθεση με τα όσα είχε προηγουμένως συμφωνήσει με τον πρωθυπουργό της Ελλάδος πάνω σε μια κοινή γραμμή με στόχο την εκπλήρωση των εθνικών πόθων), το «σχέδιο» που μόνο εκ των υστέρων μπορεί κανείς να το μαντέψει μελετώντας δηλώσεις και απόψεις στενών συνεργατών του και απλών οπαδών του (ένας τέτοιος στενός συνεργάτης του ήταν π.χ. ο Μιλτιάδης Χριστοδούλου, ιδρυτικό στέλεχος του ΑΚΕΛ και επίσημος εκπρόσωπος της κυβέρνησης Μακαρίου)4, το «σχέδιο», λοιπόν, ήταν να φτάσει πρώτα ο λαός σε μιαν «αληθινή Ανεξαρτησία», να διώξει τις αγγλικές βάσεις και συλλήβδην το ΝΑΤΟ, να φτάσει έτσι σε μια «γνήσια Αυτοδιάθεση» και από κει να θέσει ξανά στον εαυτό του το μέγα ερώτημα αν ήθελε ή όχι την Ένωση με την Ελλάδα ή αν ήθελε να παραμείνει «ανεξάρτητος και αδέσμευτος», μακράν πάσης (δυτικής) συμμαχίας. Ενώ, λοιπόν, ο υπουργός Άμυνας της Ελλάδος εξηγούσε στη Λευκωσία τις λεπτομέρειες της ανακήρυξης της Ένωσης στον Μακάριο, ο Γεώργιος Παπανδρέου στην Αθήνα είχε ήδη μετανιώσει και σκεφτόταν με θλίψη (ήταν περίπου αμέτρητες οι φορές που ο Μακάριος δεν τήρησε μαζί του τα συμφωνηθέντα), πως ο μόνος τρόπος για να γίνει η Ένωση ήταν με πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, πράγμα, βέβαια, που ο ίδιος δεν θα μπορούσε να κάμει ποτέ. Όταν, λοιπόν, ο αδελφός Γκουρογιάννης και άλλοι ομόγλωσσοι και ομόθρησκοι Έλληνες συγγραφείς δηλώνουν και νιώθουν (Άρδην τ. 76, σελίς 17) ότι «εμείς, σαν Ελλάδα, προξενήσαμε μια μεγάλη συμφορά στους Κυπρίους, που δεν τους άξιζε, και κυρίως γιατί μετά από αυτή τη συμφορά δεν φανήκαμε αλληλέγγυοι κ.λπ.», μερικοί από μας, μέσα από το στόμα του Λύκου σφηνωμένοι προσωρινά κάπου ανάμεσα στα δόντια του με τρόπο που τον εμποδίζει για την ώρα να μας καταπιεί πάραυτα και να μας ξεχέσει κανονικά θα του λέγαμε: Αστεία πράγματα, αδελφέ Βασίλη Γκουρογιάννη, αυτά που λες. Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι η Ελλάς πάντα έτρεχε για την Κύπρο και η Κύπρος άμα άκουε «κινδυνεύει η Ελλάς» έδινε ό,τι είχε και δεν είχε για τη μάνα της. Η μεγαλύτερη όμως αλήθεια είναι ότι η Ελλάς, ακόμα και πάμπτωχη, έδινε από το υστέρημά της για την Κύπρο και η Κύπρος δεν είπε ποτέ – τουλάχιστον επί Μακαρίου – «κρατήστε τα, εσείς τα έχετε περισσότερη ανάγκη από μάς»! Αλλά η ακόμα πιο μεγάλη αλήθεια είναι ότι η Ελλάς έφερε εδώ τα στρατευμένα παιδιά της στα 1964, αποφασισμένη και να πολεμήσει για την Ένωση. Είμαστε εμείς οι Κύπριοι, οι Κύπριοι του Μακαρίου, οι αριστεροί της Χαραυγής και οι αριστεροί του δεξιού Φιλελεύθερου, που ΔΕΝ ΤΗ ΘΕΛΑΜΕ. Επειδή, όμως, η Κύπρος είναι κάτι παραπάνω από μισή Ελλάδα όταν τη δεις στην προοπτική του τι θα μπορούσε να ήταν σήμερα για τον εαυτό της, δηλαδή και για την Ελλάδα και γι’ αυτό ούτε αστεία σηκώνει ούτε και την παραμικρή άγνοια, ειδικά εκείνων που ενδιαφέρονται πραγματικά γι’ αυτή, δεν πρέπει να μείνουν ασχολίαστα ακόμα μερικά πράγματα από τη συνομιλία Καραμπελιά-Γκουρογιάννη στο Άρδην τ. 76. «Υπήρξαν άνθρωποι», λέει ο Γιώργος Καραμπελιάς (σελίς 20), που «μετράγανε πόσο γρήγορα προχωράει ο τούρκικος στρατός στην Κύπρο για να πέσει η χούντα στην Ελλάδα»! Κι «εμείς εδώ κάναμε δημοκρατία», συνεχίζει ο Γκουρογιάννης, «κι αυτοί χάσανε τη μισή Κύπρο». Κι όταν λίγο αργότερα έρχεται ο ίδιος ο Γκουρογιάννης και το «διορθώνει» (σελίς 22) λέγοντας «δεν υπάρχουν Ελλαδίτες και Κύπριοι, αλλά οι Κύπριοι είναι Έλληνες», δεν διορθώνει τίποτε. Το εμείς εδώ και αυτοί εκεί έχει περάσει στο αίμα όλων μας πια. Έτσι, αν αυτών εκεί τουρκέψει η ελληνική Κερύνειά τους για να έχουμε εμείς εδώ τη «δημοκρατία» μας ή για να λέμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, αν είναι για να νικήσει η Αριστερά τη Δεξιά, κι ακόμα πιο ντόμπρα, αν είναι για να χάσουν οι μεν την εξουσία και να την περάσουν στο χέρι οι δε, γιατί να μην τουρκέψει ένα κομματάκι της Ελλάδας που είναι και στου διαόλου τη μάνα μακριά; Αν, όμως, πρέπει όσο γίνεται και όλο και πιο συχνά ν’ ασχολούμαστε με τις αλήθειες που έχουν μέλλον, θα πρέπει επιτέλους να παραδεχτούμε ότι η ευθύνη του «εμείς εδώ οι Καλαμαράδες» και του «αυτοί εκεί οι μακρινοί Κυπραίοι», βαραίνει πρώτα και κύρια τη λεγόμενη «Αριστερά» της Κύπρου, που υποστήριξε τον διαχωρισμό με χαρακτηριστική σοβιετική αποφασιστικότητα, εμμονή και συνέπεια, υπό την αιγίδα, μάλιστα, της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου και του Αρχιεπισκόπου της Εθνάρχη Μακαρίου Γ΄. Του ήρωα της ευρύτερης «Αριστεράς» Μακαρίου, του οποίου ένα τεράστιο άγαλμα αποφάσισαν ομόφωνα και σχεδίασαν να στήσουν κάπου μεταξύ Ομονοίας και Συντάγματος, στα 1983 (ΑΠΕ 4.4.1983), οι Δ. Μπέης, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ι. Καμπανέλλης, Α. Φλέμινγκ, Μ. Θεοδωράκης, Α. Σαμαράκης, Γ. Ρίτσος, Ν. Βρεττάκος, ο χαράκτης Τάσσος, η Έλλη Αλεξίου, η Μελίνα Μερκούρη και άλλοι «αριστεροί» και «προοδευτικοί», που έκριναν ότι για να ξοφλήσουν την υποχρέωσή τους και κυρίως για να ξεπλύνουν την ενοχή τους, που «ήθελαν να ηττηθεί η Κύπρος από τους Τούρκους (να τουρκέψει δηλαδή) για να πέσει η χούντα στην Ελλάδα», έπρεπε να ανταμείψουν τον… Μακάριο! Τον κατ’ εξοχήν υπεύθυνο. Βέβαια δεν το έλεγαν έτσι τότε κι ούτε και τώρα τολμά κανείς, ακόμα, να το πει έτσι. Αλλά ναι, είναι η «αριστερή» πολιτική του Μακαρίου, η μετά 13 ελληνικών-νατοϊκών κυβερνήσεων σύγκρουση και διαφωνία του και ο από αυτή την κατάσταση εκπορευθείς διαχωρισμός (μετεξελιχθείς αργότερα σε «διχασμό»), των από δω… υπερήφανων, ανυπότακτων και αδούλωτων στον ιμπεριαλισμό Κυπρίων, από τους εκεί… ξεφτιλισμένους, υποταγμένους και πληρωμένους Καλαμαράδες –για να μιλήσουμε με τη γλώσσα της κυπριακής νοοτροπίας του 1964– που καρποφόρησε στο τέλος την τουρκοποίηση της μισής Κύπρου στα 1974 κι ολόκληρης στο εγγύς ή στο όχι και τόσο εγγύς μέλλον. Στην Κύπρο, σήμερα, στον τόπο του εγκλήματος, στα καφέ της Μακαρίου και στα καφέ της Σπύρου Κυπριανού και πολύ σύντομα και στα καφέ της νεοβαπτισθείσης Τάσσου Παπαδόπουλου, στα καφέ των λεωφόρων που φέρουν τα ονόματα όλων των μεγάλων αριστεροδεξιών «ηρώων» μας –τρομάρα τους– άρχισε από καιρό να αναδίδεται η βρώμα και η δυσωδία της αληθινής προδοσίας. Άρχισαν οι νέοι να καταλαβαίνουν πως είναι η «αριστερή», αντιδυτική, αντινατοϊκή και κατ’ ακολουθία ανεδαφικά ανθελλαδική, ενάντια στην ασφάλεια του τόπου, πολιτική του Μακαρίου, που κατέληξε να μας φέρει τους Τούρκους, με φυσικό επακόλουθο, βέβαια, τι άλλο από ένα «σχέδιο Ανάν». Και διερωτώνται, επίσης, σήμερα οι νέοι, πώς είναι δυνατόν όλοι αυτοί που έλεγαν ΝΑΙ στον Μακάριο για να εξασφαλίσουν, κάποτε, μια δική τους άνοδο στην προεδρία της ταλαίπωρης «Κυπριακής Δημοκρατίας», πώς έγιναν ξαφνικά όλοι αυτοί… «μαραθωνομάχοι» του ΟΧΙ στο σχέδιο του Ανάν; Μήπως γιατί αυτό το «ΟΧΙ», εκτός από το να είναι μια γνήσια, όμως απελπιστικά καθυστερημένη αγωνιστική γραμμή, υπηρετεί επίσης τον στόχο τού να μένει καλά κρυμμένη η ευθύνη και η ενοχή του Μακαρίου και των συν αυτώ; Έτσι κι αλλιώς, ο ίδιος ο Μακάριος παραδέχτηκε ότι εδώ που έφερε τα πράγματα δεν θα μπορούσε πια να επιδιώξει τίποτε περισσότερο από μια «διζωνική ομοσπονδία». Και είναι, βέβαια, αστείο να περιμένει κανείς ότι μετά τη στρατιωτική νίκη της Τουρκίας σε βάρος της Ελλάδος, μετά την παρουσία τεσσάρων πλέον πάνοπλων τουρκικών μεραρχιών στην Κύπρο, πολύ κοντά στην ίδια την Τουρκία και πολύ μακριά από την Ελλάδα, θα συγκατανεύσει ποτέ η Τουρκία σε τέτοιου είδους «διζωνική ομοσπονδία», που ν’ αφήνει περιθώρια ν’ αποκτήσουν ξανά στην Κύπρο οι Έλληνες το πάνω χέρι! Εκείνο, όμως, για το οποίο δεν διερωτώνται καθόλου οι νέοι είναι το γεγονός ότι ένας άλλος που έλεγε μια ζωή τυφλά ΝΑΙ στον Μακάριο κι ύστερα τα ταύτισε με ΟΧΙ στα μασκαρεμένα ως «σχέδιο Ανάν» αποτελέσματα της πολιτικής του, ο νυν Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, βλέποντας τώρα ότι η «υπόθεση Μακάριος» άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα, αντιλαμβανόμενος ότι έτσι και πέσει κάπως απότομα ο μύθος του Μεγάλου Ηγέτη θα πάρει κι άλλους πολλούς μαζί του, αντί –με στόχο την ενίσχυση του ΟΧΙ στα νέα σχέδια της Δύσης εναντίον μας– ν’ αναβιώσει την παλιά, καταπληκτική και αναξιοποίητη ιδέα των πιο πάνω αναφερθέντων πολιτικών, διανοουμένων και καλλιτεχνών της Ελλάδος, ηρώων της «Αριστεράς» που περίμεναν πώς και πώς «να ηττηθεί (δηλαδή να τουρκέψει) η Κύπρος για να πέσει η χούντα στην Ελλάδα», αντί δηλαδή να φτιάξει ακόμα ένα «σύμβολο αντίστασης», ακόμα έναν τερατώδη χάλκινο Μακάριο και να τον στείλει πεσκέσι να στηθεί στο Σύνταγμα και να στεφανώνεται εκάστην 20ην Ιουλίου (μέρα που τουρκοπατήθηκε η Κερύνεια κι ύστερα όλη η άλλη κατεχόμενη σήμερα Κύπρος), πήρε και σήκωσε ακόμα και τον δικό μας από το προαύλιο της Αρχιεπισκοπής εν Λευκωσία και τον έστησε μακριά στα βουνά να μην τον βλέπει άλλο ο λαός, γιατί βρίσε-βρίσε, μια μέρα θα έφταναν και στο δικό του παραθύρι οι βρισιές. Θα πρέπει, ακόμα, επιτέλους, να λεχθεί από ανθρώπους που δεν έχουν απολέσει την ικανότητα να σκέφτονται ένεκα υπερβολικής προσήλωσης στην τηλεοπτική οθόνη, ότι στον δικό μας ευρύτερο ελληνικό χώρο, αυτή η υπόθεση με την «Αριστερά», την αγνή, τάχα, ιδεολογία που ονειρεύτηκε να βάλει στον κυρίαρχο, εκτροχιασμένο και ξεπουλημένο «δεξιό» μας κόσμο τάξη, η «Αριστερά» («η κυρίαρχη ιδεολογία της διανόησης στην Ελλάδα» που λέει το Άρδην), που κόντεψε να το πιστέψει κιόλας ότι αποτελείται από καλύτερης πάστας ανθρώπους από τους κυβερνώντες «δεξιούς», όχι μόνο δεν διαφέρει κατ’ ελάχιστο από τους εχθρούς της, αλλά έχει πια προσκομίσει, με την άνοδό της στην εξουσία (και ΕΔΩ και ΕΚΕΙ), και αποδεικτικά στοιχεία ότι είναι ένα και το αυτό με τους άλλους κι ότι ένα είναι το παιχνίδι που παίζεται: Αυτό του ποιος θ’ αρπάξει και θα κρατήσει την εξουσία ταΐζοντας καλύτερα τους δικούς του σε βάρος των δικών του άλλου, και κατ’ επέκταση σε βάρος του συνόλου των ανθρώπων που αποτελούν την πατρίδα. Η πλάκα (πλάκα που η άλλη της όψη είναι μια ανείπωτη τραγωδία) είναι ότι αυτό το ηλίθιο παιγνίδι των τάχα καλύτερων και ευγενέστερων ανθρώπων (στην πραγματικότητα «παιγνίδι» αδικημένων που θέλουν απλώς να εκδικηθούν), που θα κυριαρχούσαν με την… αξιοσύνη, την ανωτερότητα και την παλικαριά τους πάνω στους «κακούς», κατάντησε να το παίξει κι ένας αρχιεπίσκοπος που το έφερε η κακή μας μοίρα να του είχε ανατεθεί η αποκατάσταση και η σωτηρία της Κύπρου, ενός από τα αρχαιότερα μέρη του Ελληνισμού. Στον δρόμο του «αγώνα» του αποφάσισε ότι του έπεφτε λίγη η απλή Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα («Το λεν για κατηγορία: Πως πεθυμούσε για την Κύπρο πιο πολλά απ’ όσα έπρεπε»5), αφού ένας άλλος, πολύ πιο ενδιαφέρων και μεγαλύτερων διαστάσεων αγώνας, εκείνος της κατατρόπωσης μιας χούντας και κατ’ ακολουθίαν εκείνος της κατατρόπωσης των ΗΠΑ και των ιμπεριαλιστικών, δυτικότροπων επιδιώξεών τους, του πήγαινε καλύτερα! Πέρα από το γεγονός ότι υπό τις νέες συνθήκες φυσικοί του σύμμαχοι έγιναν η Αριστερά και η Σοβιετική Ένωση και εχθρός του η… Ελλάς, του Γεωργίου Παπανδρέου ή του Γεωργίου Παπαδοπούλου δεν είχε σημασία πια, αφού όλοι στο κλαμπ του ΝΑΤΟ ήταν γραμμένοι, πέρα, λοιπόν, από το γεγονός ότι τα έβαζε με την πατρίδα που ορκίστηκε μαζί της να ενώσει την Κύπρο, υπάρχει και η αδιερεύνητη ψυχαναλυτικώς πλευρά του να έφτασε εκεί που έφτασε μόνο και μόνο για να διατηρεί, όσο βρισκόταν στη ζωή, όλες τις εξουσίες και τα μεγαλεία που του δώσαμε! Υπό αυτή την έννοια ο Αγώνας, που αρχικά ανέλαβε για λογαριασμό του λαού του, έγινε στο τέλος προσωπικός του «αγώνας». Είναι πολλά που μπορεί να βγάλει στη φόρα το «θηρίο Κύπρος» που λέει ο αδελφός Γκουρογιάννης και δίκαια (;) δεν αποτολμά να μπει στα σπλάχνα του. Περιμένει, λέει, έναν Θουκυδίδη ν’ αναστηθεί για να το κάμει. Αστεία πράματα! Αλήθεια, πόσο συχνά επανέρχεται, αφού τόσο μας πάει, η φράση: Αστεία πράματα! Πώς αλλιώς, όμως, αφού οι συγγραφείς μας δεν αποτολμούν πλέον τα δύσκολα και τα σημαντικά, αλλά προτιμούν να περιφέρονται στα περίχωρα των μεγάλων εθνικών προβληματισμών μας γράφοντας «υπαρξιακά», τάχα, «ευπώλητα» πάντως μυθιστορήματα περί «Βιετνάμ της Ελλάδος» ή, ακόμα, και «Βιετνάμ της Τουρκίας»; Γι’ αυτό, άμα θέλει το Άρδην να μιλά για την Κύπρο, ας αφήσει τον Γκουρογιάννη (πατριώτης, δεν λέω, ο άνθρωπος) ή τον Χατζόπουλο (επίσης άνθρωπος που αγαπά την Κύπρο), που δεν έζησαν, όμως, τίποτε από αυτά που γράφουν για την Κύπρο – και ας δοκιμάσει να δει κατάματα, όσο κι αν κοστίζει, την αλήθεια της Κύπρου. Ας μπει στα σπλάχνα της, εκεί που υπάρχει ανασφάλεια και κίνδυνος, εκεί που χρειάζεται Θουκυδίδης να τα βγάλει πέρα κι ας σπάσει εκεί τα μούτρα του: Με τους αξιωματικούς καταδρομείς του ελληνικού στρατού καθώς έπεφταν νεκροί, κτυπημένοι από Κύπριους ακροβολιστές, μακαριακούς αστυνομικούς, στη μέση του δρόμου έξω από το ΡΙΚ ή βγαίνοντας ανέμελοι και χωρίς προφυλάξεις από το σπίτι Κυπρίων πολιτικών που διατηρούσαν ένοπλες ομάδες ως αντίπαλο δέος στη… Μεραρχία, για χάρη του Μακαρίου! Αλλά και με τους Κύπριους Έλληνες εθνοφρουρούς, τα φανταράκια των 17 χρονών, που μέχρι πέρσι δεν τους έκαμναν μνημόσυνο, ούτε καν στα οχτώ που κάηκαν ζωντανά μέσα στο τεθωρακισμένο τους όχημα, μπροστά στην είσοδο του πάλαι ποτέ και αείποτε Κυβερνείου των Εγγλέζων και μετέπειτα Προεδρικού Μεγάρου του Μακαρίου, όταν βλήθηκαν από αντιαρματικό Κύπριου εφεδρικού αστυνομικού που μπορούσε να ήταν και πατέρας τους. Το σημείο ήταν ακριβώς το ίδιο, εκεί που στα 1931 Αγγλοτούρκοι αστυνομικοί πυροβόλησαν και σκότωσαν τον δεκαεπτάχρονο Ονούφριο Κληρίδη που είχε πάει εκεί, σε μια παράνομη διαδήλωση-επανάσταση, νομίζοντας πως έτσι θα πετύχαινε την Ένωση. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Απόρρητο έγγραφο υπουργείου Άμυνας Μ. Βρετανίας DEFE 11/456, (10638, 25.8.1964), στο Fanoulla Argyrou «Conspiracy or Blunder?» Nicosia 2000, σ. 157-158 και φωτοτυπία του εγγράφου στη σελίδα 196). 2. Σπύρου Παπαγεωργίου Τα Κρίσιμα Ντοκουμέντα, Τόμος β΄, σ. 307-308. 3. Γλαύκου Κληρίδη Η Κατάθεσή μου, Εκδόσεις Αλήθειας 1989, β΄ τόμος, σ. 118-121. 4. Μιλτιάδη Χριστοδούλου Κύπρος-Ελλάς, Τόμος β΄, Πρόοδος, Λευκωσία 1999. 5. Απόσπασμα από ομιλία του ποιητή, δοκιμιογράφου, διευθυντή τού ΡΙΚ, μετέπειτα υπουργού Παιδείας και κυβερνητικού εκπροσώπου Ανδρέα Χριστοφίδη στο φιλολογικό μνημόσυνο του Μακαρίου στον Κύκκο στα 1983. Παραθέτω επιστολή που έστειλα μόλις πρόσφατα (30.8.2009) στην αριστεροδεξιά ή δεξιοαριστερά κυπριακή εφημερίδα Καθημερινή (κατά το πρότυπο της δικής σας, «που είναι μια δεξιά εφημερίδα» όπως λέτε, «η οποία γράφεται κατά 80% από αριστερούς», η οποία δεν τη δημοσίευσε, βεβαίως:
Σχόλια
Δευ, 11/08/2010 - 15:26 — Άντης Ροδίτης (χωρίς επαλήθευση)
Η απάντησή μου
Η Στις 5 Νοεμβρίου η εφημερίδα «Χαραυγή» έγραψε με την υπογραφή «Χρ. Μ.», ότι είμαι ένας «αμετανόητος ενωτικός», ο οποίος στο βιβλίο μου «Δέκα χιλιάδες μέλισσες» χρησιμοποιώ ντοκουμέντα για να αποδείξω ότι ο πρώτος και κύριος υπεύθυνος για τη μη πραγματοποίηση της Ένωσης ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Ναι, έτσι έγραψα και δεν έχω παράπονο από τη «Χαραυγή» που το επαναλαμβάνει. Είπα επίσης, λέει η «Χ», ότι το βιβλίο μου αποσκοπεί στην απομυθοποίηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Πράγματι, έτσι είναι και πάλι δεν έχω πρόβλημα με τη «Χ» που το ξαναλέει. Εκεί, όμως, που έχω μια πολύ σοβαρή διαφωνία με τη «Χ» είναι στο σημείο που γράφει ότι αν γινόταν η Ένωση θα καταλήγαμε σαν μια ακόμα «παρηκμασμένη επαρχία της Ελλάδας, όπως η περιοχή της Φλώρινας ή της Αλεξανδρούπολης»!! Απάντησα στη «Χ» ότι σε τέτοια περίπτωση θα ήμασταν οι Κύπριοι απείρως πιο ευτυχισμένοι από ό,τι τώρα με τη μισή μας πατρίδα τουρκοπατημένη, χιλιάδες πρόσφυγες, σκοτωμένους και αγνοούμενους. Η ίδια η Ελλάδα θα ήταν σε πολύ καλύτερη θέση για να υπερασπίζεται τα συμφέροντα όλων των Ελλήνων κι ότι είναι πραγματικά πολύ λυπηρό να δείχνουν προτίμηση στη σημερινή κατάσταση της Κύπρου (από κάθε άποψη), παρά προς μια Κύπρο φτωχή μεν αλλά ελληνική και απαλλαγμένη από την τουρκική κατοχή. Κι ότι, επίσης, αυτές οι απόψεις τους δεν διαφέρουν από εκείνες του 1964, όταν προκειμένου να στηρίξουν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και να διαβάλουν την Ελλάδα γενικά, υποστήριζαν ότι η Ένωση θα μας έφερνε την φτώχεια και την παρακμή μιας άσημης και απομακρυσμένης ελληνικής επαρχίας. Η «Χαραυγή» δεν δημοσίευσε την απάντησή μου. Συμπληρώνω σήμερα, αφού πέρασαν μερικές μέρες και σκέφτηκα ακόμα καλύτερα την εκτός τόπου και χρόνου εξωφρενική θέση της «Χαραυγής», ότι δεν είναι καθόλου παράξενο που προτιμούν να ζουν στη μισή Κύπρο με την άλλη μισή κατεχόμενη από την Τουρκία, παρά να ζουν σε μια Κύπρο αλώβητη και φτωχική επαρχία της Ελλάδος. Τους ικανοποιεί ότι…κυβερνούν! Αυτό ήταν πάντα το ΑΚΕΛ. Έβαζε πάνω απ’ όλα την συνοχή και την υπερίσχυση του Κόμματος, τίποτε άλλο. Της συνοχής και της υπερίσχυσης του Κόμματος δεν προηγείται τίποτε απολύτως. Όλα έπονται. Ούτε καν η «λύση» του κυπριακού δεν προηγείται. Κι αυτή έπεται. Για παράδειγμα μια συνεργασία ΑΚΕΛ – ΔΗ.ΣΥ με σκοπό τη «λύση» του κυπριακού εμπεριέχει τον κίνδυνο μείωσης της δύναμης τού ΑΚΕΛ. Ευτυχώς, λοιπόν, για μερικούς και δυστυχώς για άλλους, αυτή η συνεργασία δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Γιατί είτε το κυπριακό θα «λυθεί» με ένα ισχυρό ΑΚΕΛ στην εξουσία ή ας μη λυθεί ποτέ. Θέλω, όμως, να επανέλθω στο θέμα της «φτωχής επαρχίας της Ελλάδος» που, δυστυχώς, χάρη και στην ουσιαστική συμβολή του ΑΚΕΛ και της «Χ» δεν ευτυχήσαμε να καταλήξουμε. Πήγε ποτέ ο «Χρ.Μ.» στη Φλώρινα ή την Αλεξανδρούπολη για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την «παρακμή» για την οποία εξακολουθεί να μιλά με την παρωχημένη γλώσσα του 1964; Σίγουρα όχι. Κι επειδή δεν μπορεί να είναι οικονομικό το πρόβλημά του, αφού σήμερα νέες αεροπορικές εταιρίες μπορούν πάμφθηνα να πετάξουν μέχρι εκεί τον οποιονδήποτε, ας πάει να δει περί ποιας ακριβώς «παρακμής» ομιλεί, για να μην του ξεφεύγουν από το στόμα ανοησίες. Αν, όμως, είναι όντως οικονομικό το πρόβλημα, πάλι υπάρχει εύκολη λύση και κάμνω την αρχή της προσφέροντας Є20, για έναν έρανο στον οποίο είμαι σίγουρος θα συνδράμουν κι άλλοι «αμετανόητοι ενωτικοί», μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο οποίος θα είναι σίγουρα κι αυτός, έστω εν μέρει, «αμετανόητος ενωτικός», αφού μόλις προχθές τίμησε με την παρουσία και τα λόγια του έναν από τους μεγάλους αρχηγούς ημών των αμετανόητων ενωτικών: Τον θρυλικό Κυριάκο Μάτση, άνθρωπο που ήξερε καλά πόσο το ενωτικό ιδεώδες δεν απόκλειε, ούτε αποκλείει τις πανανθρωπινες αξίες, που δήθεν υπερασπιζόταν η πάλε ποτέ Σοβιετική Ένωση, το ίνδαλμα και το πρότυπο της «Χαραυγής», η οποία γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο δεν δημοσιεύει απόψεις διαφωνούντων. Στη Σοβιετική Ένωση υπήρχε μόνο μια εφημερίδα, η κρατική, και υπήρχε μόνο ένα κόμμα, το κρατικό! Αυτό θαύμαζαν, αυτό μιμούνται, έστω κι αν δεν υπάρχει πλεόν. Όσοι πιστοί, λοιπόν, συνδράμετε να πάει ο άνθρωπος να δει από κοντά την Πατρίδα του, μπας κι ανοίξουν τα ματάκια του και ξεπλυθεί επιτέλους το μυαλό του. Άντης Ροδίτης 8.11.2010
σημείωση: ειναι ένα υπέροχο κείμενο! το ανήρτησα από την Ιστοσελίδα ΑΡΔΗΝ-ΡΗΞΗ.
σημείωση: ειναι ένα υπέροχο κείμενο! το ανήρτησα από την Ιστοσελίδα ΑΡΔΗΝ-ΡΗΞΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου