Η περίπτωση του στρατιώτη Σμυρλή Βασίλειου είναι η πιό χαρακτηριστική περίπτωση ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΠΟΛΕΜΟΥ που διαπράχθηκαν από πλευράς Τουρκίας στην Κύπρο το 1974.
Ο αγνοούμενος μέχρι σήμερα Βασίλης Σμυρλής, με καταγωγή από το Ναύπλιο, συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τούρκους εισβολείς του στρατοπέδου, περίπου στις 4 η ώρα το μεσημέρι, στις 16/8/1974, μέσα στο στρατόπεδο της ΕΛΔΎΚ, την ώρα που απομακρύνοντας από το βομβαρδισμένο όρυγμα του, απολύτως μπαρουτοκαπνισμένος, μαζί με τον επίσης Ήρωα, τον Βασίλη τον Βάσιο, με γενέτειρα από τον Άγιο Νικόλαο της Χαλκιδικής. Κατευθύνθηκαν και οι δύο, κακήν κακώς, και μη έχοντας και άλλη επιλογή, προς το 11 τακτικό συγκρότημα, δηλαδή ένα μικρό στρατόπεδο, στα βόρεια του στρατοπέδου της ΕΛΔΎΚ, θεωρώντας πως εκεί πέρα θα έβρισκαν ένα προσωρινό καταφύγιο. Αυτά τα 20χρονά παιδιά, στρατιώτες της Ηρωικής ΕΛΔΎΚ, αλλά και οι τελευταίοι υπερασπιστές του στρατοπέδου, στην πρώτη γραμμή του πυρός, υπερασπιζόμενοι το ίδιο το Έθνος, πολεμώντας με υπεράριθμο Τουρκικό πλήρως εξοπλισμένο εχθρό σε μια αναλογία 1:22, διαφυλάττοντας τα ιερά και τα όσια, της μητέρας πατρίδας Ελλάδας, ακμαία και σταθερά, πράττοντας το χρέος τους, αλλά και το καθήκον τους, σε αυτό που τους πρόταξε η Εθνική τους αξιοπρέπεια, το καθήκον προς το γένος των απανταχού Ελλήνων επί γης, όπως ο Βασίλης ο Σμυρλής, ο Βασίλης ο Βάσιος, ο Στέφανος ο Κουτρούλης από τον Μαρμαρά της Χαλκιδικής αλλά και ο Θεόδωρος ο Ξένος. Έρποντας, σερνόμενοι, εγκαταλείπουνε τα ορύγματα τους, τραυματισμένοι πολλαπλώς, από τις άπειρες κακουχίες που αντιμετώπιζαν επί ένα μήνα ακήρυχτου πολέμου, εντελώς νηστικοί και άυπνοι, εξουθενωμένοι, μη έχοντας και άλλη επιλογή, άλλωστε όλα είχανε καταρρεύσει. Εν ολίγοις, η διαταγή της απαγκιστρώσεως, την οποία έδωσε αναγκαστικώς, θέλοντας και μη, ο Υποδιοικητής του στρατοπέδου της Ηρωικής ΕΛΔΎΚ, και τελευταίος στρατοπεδάρχης της, ο Ήρωας Αντισυνταγματάρχης Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος, δεν έφτασε ποτέ τους στον τελικό προορισμό τους, προς στα έμπροσθεν ορύγματα και αυτό διότι, οι εκάστοτε αγγελιοφόροι που ξεκινούσανε με ρίσκο της ίδιας τους της ζωής, να μεταφέρουνε το μήνυμα, διαταγή της εγκατάλειψης του στρατοπέδου, τα οποία τα υπερασπίζονταν με απέραντο σθένος αλλά και πάθος οι Ήρωες στρατιώτες της ΕΛΔΎΚ, σκοτωνόντουσαν, θυσιάζονταν, αποδεκατίζονταν, μέχρι να ενημερώσουνε τους στρατιώτες των ορυγμάτων, που πλήττονταν από αναρίθμητες εχθρικές σφαίρες, βλήματα.
Μόλις ξεκίνησαν να βγούνε από το όρυγμα, το σίγουρο φέρετρο τους, οι τέσσερις αυτοί Ήρωες στρατιώτες, υπέθεσαν πως θα έβρισκαν κάποια σωτηρία, ως καταφύγιο, εάν κατευθύνονταν προς το στρατόπεδο του 11 τακτικού συγκροτήματος, έτσι το ονόμαζαν, σε μία απόσταση περίπου των 500μ, όμως για κακή τους τύχη, και μη γνωρίζοντας, πως αυτό το είχανε καταλάβει οι Τούρκοι από τις 23 του Ιούλη, μη ενημερώνοντας τους κάποιος. Επικεφαλής ο Λοχίας, ο Βασίλης ο Βάσιος, προπορεύεται προς εκείνη την κατεύθυνση, νομίζοντας και ευελπιστώντας πως θα έβρισκαν εκεί την πολυπόθητη σωτηρία που ευαγγελίζονταν, τον ακολουθούνε κατά πόδας, οι υπόλοιποι τρεις στρατιώτες, σε απόσταση αναπνοής μόνο ο Βασίλης ο Σμυρλής, τότε για κακή τους τύχη, πέφτει μία οβίδα όλμων, στα 100 μέτρα πιο πίσω του, και σηκώνεται ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης, με φυσικό επακόλουθο να χαθούνε από προσώπου γης, οι δύο τελευταίοι στρατιώτες, ο Στέφανος ο Κουτρούλης και ο Θεόδωρος ο Ξένος, χάνοντας τους, από τότε τα ίχνη τους. Ματαίως φώναζαν και περίμενα κάποια στοιχειώδη ανταπόκριση, για να τους απαντήσουνε, έτσι, οι δύο εναπομείναντες προπορευόμενοι, κοντοστάθηκαν για κάποιο μικρό εύλογο χρονικό διάστημα, με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής. Επιπροσθέτως, δάκρυσαν τα μάτια τους, στέγνωσαν τα λαρύγγια τους, από την απέραντη αγωνία, μέχρι να τους εντοπίσουνε, τίποτα δεν κινείτο, νέκρωσαν τα πάντα, δεν μπορούσανε να σηκωθούνε όρθιοι, ώστε να γυρίσουνε προς τα πίσω, για να τους περισυλλέξουνε, τους ασφαλώς νεκρούς συναδέλφους τους, να τους έβλεπαν ιδίοις όμμασι, το τι συνέβη από κοντά, εν κατακλείδι, τα καταιγιστικά αφειδώλευτα πυρά των Τούρκων, εναντίον τους, θέρισαν την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα. Μη έχοντας και άλλη επιλογή, συνέχισαν την ανηφορική πορεία τους, με εμφανή βαριά καρδιά, μη γυρίζοντας πίσω να κοιτάξουνε, για κακή τους τύχη όμως, μόλις έφτασαν κοντά στο 11 τακτικό συγκρότημα, δέχθηκαν και από εκεί πυρά καταιγιστικά, πίστευαν πως ήτανε δικοί μας στρατιώτες, ενώ τους μπέρδεψαν οι ίδιες στολές που φορούσανε, και οι δύο του ΝΑΤΟ. Κουνούσανε τα χέρια τους αδιάκοπα, βρίζοντας, ασφαλώς νευριασμένα, για την υποτιθέμενη δήθεν ασυνεννοησία, ώστε να πάψουνε να τους χτυπούνε, αλλά τίποτα, μη γνωρίζοντας το τι τους περιμένει προχωρούνε προς τα εμπρός, διαπίστωσαν μόλις πλησίασαν εγγύτερα, πως τα κράνη που φορούσανε είχανε την Τουρκική σημαία, πάγωσε το αίμα τους, "Βασίλη", τον φωνάζει με τρεμάμενη φωνή, προς τον Λοχία Βάσιο, ο άλλος Βασίλης, ο Σμυρλής, "Τούρκοι, μας περικύκλωσαν, τι θα κάνουμε τώρα;"
Τους πλησίασαν και τους ανάγκασαν, περίπου 20 Τούρκοι οπλισμένοι στρατιώτες, σαν αστακοί, με εμφανείς βάρβαρες διαθέσεις. Γρονθοκοπώντας τους ανηλεώς, με αγριους ξυλοδαρμούς, στο να παραδώσουνε τον επιμέρους οπλισμό τους, ενώ τους σημάδευαν από όλες τις πλευρές και κατευθύνσεις, έτσι μη έχοντας και άλλη επιλογή, τα παρέδωσαν τα όπλα τα ιερά, και έμειναν στο έλεος των Τούρκων βασανιστών τους. Εν κατακλείδι, όλα αυτά που σας αναφέρω, αφηγηματικώς, τα εξιστορεί στο προσωπικό του ημερολόγιο, ο Λοχίας αιχμάλωτος επί τρείς μήνες, στις φυλακές Αδάνων της Τουρκίας, ο Βασίλης ο Βάσιος, από τον Άγιο Νικόλαο της Χαλκιδικής, επομένως, δεν τα βγάζω από την φαεινή, νοσηρή μου φαντασία, για τους κακόπιστους τα αναφέρω. Εν ολίγοις, δεν άντεξαν το τόσο πολύ ξύλο, έπεσαν κάτω αναίσθητοι, με γροθιές στο πρόσωπο τους, τους συνέφεραν, τα χείλη τους καταματωμένα, όπως επίσης και αναρίθμητα τραύματα δέχθηκαν στο κεφάλι τους, που προήλθαν από τους υποκοπάνους των όπλων τους, το αίμα τους έρεε σαν ποτάμι, πάνω στο πρόσωπο τους. Ακολούθως, τους δένουνε χειροπόδαρα και τους σέρνουνε προς τα έξω, προς άγνωστη κατεύθυνση, τότε έντρομα και με τρεμάμενη φωνή, ρωτάει τον Βασίλη τον Βάσιο, χαμηλόφωνα, ο Βασίλης ο Σμυρλής, "Βασίλη που μας πάνε; Θα μας σκοτώσουνε, πρέπει κάτι να κάνουνε επειγόντως, θέλω να κατουρήσω, δεν αντέχω άλλο", όμως δεν του το επέτρεψαν. Εκείνη την χρονική στιγμή, τους χωρίζουνε βιαίως, τον έναν στα δεξιά δεξιά και τον άλλον στα αριστερά. Το δε Βασίλη Σμυρλή, του χώνουνε βιαίως το πρόσωπο του, μέσα σε ένα κουβά με ανθρώπινες ακαθαρσίες, περιττώματα, και από τότε δεν τον ξαναείδε ο Βασίλης ο Βάσιος. Ήταν και ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε ζωντανό, διότι, από τότε χάθηκαν τα ίχνη του, και θεωρείται επισήμως αγνοούμενος ή μήπως καλύτερα αγνοημένος, από την υποτιθέμενη και προκλητικά προβεβλημένη δημοκρατική κοινωνία. Σας ερωτώ λοιπόν: Που βρίσκεται ο Βασίλη τον Σμυρλή από το Ναύπλιο, που αγνοείται η τύχη του, από τις 16/8/1974, χάνοντας τα μετέπειτα βήματα του; Για τον Βασίλης Σμυρλής, ο αιχμάλωτος στρατιώτης της Ηρωικής ΕΛΔΎΚ; Δεν είδα να ενδιαφέρεται όλα αυτά χρόνια, κανένας δήθεν ευαίσθητος έγκριτος δημοσιογράφος, όπως ο Χαρδαβέλας και καμία Αγγελική Νικολούλη, αδιαφορώντας επιδεικτικώς, ακόμη και ο υπολογίσιμος κατά τα άλλα Διεθνής Ερυθρός Σταυρός. Όσον αφορά τον άλλον αιχμάλωτο, τον Βασίλη τον Βάσιο, δεν τόλμησε ποτέ να αφηγηθεί, όλες τις ιστορίες της απόλυτης φρίκης που πέρασε, τις απάνθρωπες, του αποτροπιασμού του ανθρώπινου είδους, που εκτυλίχθηκαν εις βάρος του, ζώντας έγκλειστος και αιχμάλωτος στα χέρια των Τούρκων βασανιστών του στις Στρατιωτικές Φυλακές των Τούρκων.
ΠΛΗΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ "ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΗΛΘΑΝ ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ - Εκδ.ΠΕΛΑΣΓΟΣ)
(Στην πρώτη φωτο ο αγνοηθείς-αγνοούμενος Βασίλης Σμυρλής. Στην δεύτερη φωτο δεξιά ο Βασίλης Βάσιος σήμερα μαζί με τον άλλο ηρωϊκό μαχητή στην Μάχη του Στρατοπέδου, τον φίλο του Δημήτρη Πεπερά)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου