Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Ήταν και τότε Τριακόσιοι...


Μιά ακόμα σημαντική στιγμή όπου ο αριθμός «300» την έχει σημαδέψει εμφανίζεται μετά από 1.933 χρόνια, στα Θεοδοσιανά τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, τα ξημερώματα της Τρίτης 29ης Μαΐου 1453. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα η πεδιάδα του Λύκου ποταμού, γέμισε αργά από ένα ανθρώπινο ποτάμι. Δεκάδες χιλιάδες Οθωμανοί στρατιώτες ο ένας δίπλα στον άλλο συγκεντρώθηκαν και ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση. Στην πρώτη γραμμή οι «άτακτοι», οι βασιβουζούκοι, το ανομοιογενές ασκέρι που ακολούθησε τον Σουλτάνο στην εκστρατεία του για το πλιάτσικο. Ψηλά από τα τείχη οι υπερασπιστές χαμογέλασαν. Δεν τους φόβισε ο τεράστιος όγκος του πρώτου κύματος των επιτιθεμένων. Ίσα ίσα τους εξυπηρετούσε τόσο κοντά που ήταν ο ένας με τον άλλον. Δεν θα χρειαζόταν καν να σημαδεύουν.
Το σχέδιο του Μωάμεθ ήταν απλό σε σύλληψη. Θα εξουθένωνε τους υπερασπιστές μέχρι τελικής πτώσεως. Ήταν λίγοι και ο στρατός του, υπερεικοσαπλάσιος. Είχε κόσμο να θυσιάσει ενώ εκείνοι όχι. Μπορούσε να στέλνει στρατεύματα κατά κύματα μέχρι το σπαθί στα χέρια των υπερασπιστών πάνω στα τείχη να γίνει ασήκωτο από τις συνεχόμενες μάχες.
Μόλις δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης, χιλιάδες κραυγές, αλαλαγμοί, φωνές, και επικλήσεις στον Αλλάχ, έσκισαν τον σκοτεινό ουρανό της Κωνσταντινούπολης. Τα κανόνια από το στρατόπεδο των Τούρκων, ξερνούσαν φωτιά προς τα τείχη. Τα τύμπανα χτυπούσαν σε ένα δαιμονισμένο ρυθμό που πάγωνε το αίμα. Τα πράσινα μπαϊράκια του Μωάμεθ, κυμάτιζαν μέσα στο σκοτάδι.
Ο Πρωτοστράτορας Ιουστινιάνης από τα τείχη μονολόγησε: «ελάτε…» και χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο τρομακτικό. Στη συνέχεια ούρλιαξε: «Στα όπλα. Έρχονται τα σκυλιά. Ειδοποιήστε τον Αυτοκράτορα, χτυπήστε τις καμπάνες.»
Σε λίγα λεπτά ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος έπαιρνε τη θέση του στα τείχη πάνω από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ανάμεσα στους υπερασπιστές της Πόλης. Οι βαριές πόρτες εξόδου, στα νώτα των υπερασπιστών προς την πόλη έκλεισαν και κλειδώθηκαν. Τώρα όποιος ήταν στα τείχη ή θα νικούσε ή θα πέθαινε. Ο Ιουστινιάνης έδινε τις τελευταίες οδηγίες. Οι καμπάνες συνέχιζαν να χτυπούν άγρια, τα τύμπανα να έκαναν τη γη να τρέμει και οι βασιβουζούκοι ουρλιάζοντας ορμούσαν προς τα τείχη. Από ψηλά φαινόντουσαν να είναι άπειροι δεκάδες χιλιάδες. «Τώρα» ούρλιαξε ο Πρωτοστράτορας και μια πυκνή βροχή από βέλη, θέρισαν τις πρώτες σειρές των επιτιθεμένων. Από ψηλά οι τοξότες άδειαζαν τις φαρέτρες τους σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Δεν σημάδευαν αλλά κανένα βέλος δεν πήγαινε χαμένο. Τόσο πυκνές ήταν οι γραμμές των Οθωμανών ατάκτων. Ο Ιουστινιάνης έτρεχε πάνω κάτω και εμψύχωνε τους συμπολεμιστές του. Οι 800 σιδερόφρακτοι σύντροφοι του, με μια κίνηση έβγαλαν τα σπαθιά τους και περίμεναν. Μαζί τους και οι Βυζαντινοί.
Οι Βασιβουζούκοι αυτό το ασκέρι ατάκτων όρμησε στους υπερασπιστές και πολεμώντας επί τρείς ώρες, αναγκάστηκε να υποχωρήσει γεμάτες τις τάφρους από νεκρούς. Οι υπερασπιστές ήταν γεμάτοι χαρά και ενθουσιασμό. Οι απώλειες τους ήταν ελάχιστες. Όμως είχαν κουραστεί. Τότε νέο κύμα επίθεσης ξεκινούσε. Τη θέση των ατάκτων έπαιρνε τώρα ο τακτικός στρατός των Οθωμανών. Αμέτρητες σειρές από Αλοφατζήδες, από Καρίπηδες, από Δελήδες από Μποσταντζήδες και φυσικά από Σπάχηδες, εφορμούσαν προς τα τείχη. Ήταν ξεκούραστοι και ήθελαν να αποδείξουν ότι δίκαια άνηκαν στον τρομερό στρατό του Σουλτάνου. Από την άλλη οι υπερασπιστές άρχιζαν να καταβάλλονται από την κούραση. Και ο Σουλτάνος δεν τους άφησε ούτε λεπτό για να ξεκουραστούν.
«Κουράγιο αδέρφια» βροντοφώναξε ο Αυτοκράτορας από τα τείχη. «’Ότι έπαθαν οι προηγούμενοι θα πάθουν και αυτοί.» Και πράγματι έτσι έγινε. Επί τρεις ώρες οι υπερασπιστές αντιμετώπιζαν με επιτυχία τις ορδές των χιλιάδων Οθωμανών στρατιωτών. Τρεις ώρες μάχης σώμα με σώμα που εάν υπολογίσουμε και τις προηγούμενες, συνολικά οι υπερασπιστές των τειχών πολεμούσαν έξη ώρες αδιάκοπτα. Έξη ώρες να σηκώνουν και να κατεβάζουν συνέχεια ένα βαρύ σπαθί και να μακελεύουν. Η κούραση άρχισε να τους καταβάλει. Κι οι απώλειες πλέον ήταν μεγάλες.
Γλυκοχάραζε και η πεδιάδα του Λύκου ήταν τώρα ένας λασπότοπος γεμάτος αίματα και χιλιάδες πτώματα. Ο Σουλτάνος άρχισε να νιώθει άβολα μπροστά στην προοπτική της αποτυχίας. Διέταξε και το δεύτερο κύμα να υποχωρήσει και έστρεψε το κατασκότεινο πρόσωπο του προς τον Αγά των Γενιτσάρων που στεκόταν πλάϊ του. Θα τα έπαιζε όλα για όλα. Όλοι στα τείχη βαστούσαν την ανάσα τους.
Οι Γενίτσαροι άρχισαν να εφορμούν τρέχοντας σκυφτοί. Κοίταζαν μόνο μπροστά. Δεν φώναζαν, ούτε ούρλιαζαν όπως οι προηγούμενοι. Το θεωρούσαν υποτιμητικό. «Αυτοί είναι οι τελευταίοι, αδέρφια μου» φώναξε ο αυτοκράτορας από ψηλά. «Κρατήστε τις θέσεις σας, μην λιγοψυχάτε τώρα». Οι Γενίτσαροι πέρασαν την τάφρο, πέρασαν και το Μικρό τείχος και έφτασαν κάτω από το Μέγα τείχος. Έστησαν με ταχύτητα τις σκάλες τους. Από ψηλά οι υπερασπιστές άδειαζαν καυτό λάδι, και πετούσαν πέτρες προς τα κάτω. Οι Γενίτσαροι ένας προς έναν συναντούσαν τον Αλλάχ τους. Κανείς τους δεν φώναζε. Κανείς τους δεν ούρλιαζε. Και όποιος πέθαινε αμέσως κάποιος άλλος έπαιρνε τη θέση του…
Τότε συνέβησαν ταυτόχρονα τρία μοναδικά στην ιστορία γεγονότα, που έκριναν τα πάντα. Στη Βόρεια πλευρά του τείχους, κάτω σχεδόν από το παλάτι των Βλαχερνών σε μια μικρή γωνιά του που κάνει ο τοίχος, βρισκόταν μια μικρή ξύλινη πόρτα. Το πορτάκι σχεδόν δεν φαίνεται ακόμη και εάν κάποιος είναι πολύ κοντά το ονόμαζαν «κερκόπορτα» και οι πολιορκημένοι πολλές φορές το είχαν χρησιμοποιήσει σε καταδρομικές εφόδους. Επιστρέφοντας την κλείδωναν. Λοιπόν με κάποιο τρόπο «περίεργο» η πόρτα, αυτή την μοιραία στιγμή βρέθηκε ανοιχτή. Την ξέχασαν καθώς επέστρεφαν μετά από κάποια επιδρομή οι Βυζαντινοί; Κάποιο χέρι από μέσα που ήθελε να μπουν οι Οθωμανοί, την ξεκλείδωσε; Κανείς δεν ξέρει. Πολλά λέχθηκαν, αλλά τίποτα δεν τεκμηριώθηκε ποτέ. Από αυτήν την ανοικτή πόρτα λοιπόν, μπήκαν κάποιοι Γενίτσαροι οι οποίοι έγιναν αντιληπτοί σχεδόν αμέσως από τους Βυζαντινούς. Οι υπερασπιστές έπεσαν πάνω τους και τους εξολόθρευσαν.
Ένας από εκείνους όμως κατάφερε να σκαρφαλώσει στο τείχος και να τοποθετήσει τη σημαία του Σουλτάνου προκαλώντας σύγχυση… Την ίδια στιγμή σαν να έπαιζε ένα παιχνίδι η μοίρα, ο Ιουστινιάνης, ο άνθρωπος που ουσιαστικά μαζί με τον Αυτοκράτορα κρατούσε την Πόλη, τραυματίζεται. Είδε μέσα από την κατάμαυρη πανοπλία του να ξεπηδά αίμα. Κάποιο βέλος καρφώθηκε χαμηλά στην κοιλιά του. Ο Ιουστινιάνης σφάδαζε. Οι σύντροφοι του, άφησαν τις θέσεις τους στις πολεμίστρες και έτρεξαν κοντά στον ηγέτη τους. Από τα τείχη έφυγε η ελίτ της άμυνας, οι σιδερόφραχτοι ιππότες του, ενώ οι γενίτσαροι συνέχιζαν να ανεβαίνουν. Ο Ιουστινιάνης φώναξε στον Αυτοκράτορα να του πετάξει τα κλειδιά της Πύλης για να φύγει. «Αδελφέ» απάντησε με αγωνία από ψηλά ο Παλαιολόγος «άντεξε λίγο ακόμη σε παρακαλώ». Ο Ιουστινιάνης σε κρίση πανικού και φρικτού πόνου ούρλιαξε: «Πέταξε μου τα κλειδιά. Πεθαίνω δεν το βλέπεις;». Ο Αυτοκράτορας υποχώρησε και πέταξε τα κλειδιά. Οι πιστοί σύντροφοι του Ιουστινιάνη άφησαν τα τείχη και κρατώντας τον στα χέρια έτρεξαν προς τα δύο πλοία που τους περίμεναν στο λιμάνι. Οι Βυζαντινοί έμειναν πλέον μόνοι τους. Αργότερα πολλοί κατηγόρησαν τον Ιουστινιάνη ότι λιγοψύχησε και για ένα μικρό τραυματισμό έφυγε. Όμως αυτό δεν είναι αλήθεια.
Το τρίτο περιστατικό που συνέβη σχεδόν ταυτόχρονα με τα άλλα δύο ήταν και αυτό καθοριστικό. Μια ομάδα Γενιτσάρων, καθοδηγούμενη από τον Καφέρ Μπέη, σκαρφάλωσε στα τείχη και πάτησε το πόδι της κάτω από τον Άγιο Ρωμανό. Εκεί κάποιος θηριώδης γενίτσαρος, ο Χασάν από το Ουλουμπάτ συνοδευόμενος από μια ομάδα τριάντα συντρόφων του, κατάφερε να προχωρήσει κατά μήκος των επάλξεων. Με μια σημαία του Σουλτάνου Μωάμεθ στο αριστερό και ένα τεράστιο κυρτό σπαθί στο δεξί χέρι, κράτησε για λίγα λεπτά τη θέση του περικυκλωμένος από Βυζαντινούς. Όμως οι αμυνόμενοι ανασυντάχτηκαν και με ομοβροντία από βέλη, πέτρες και ακόντια εξουδετέρωσαν τους τριάντα Γενίτσαρους και κύκλωσαν τον Χασάν, στον οποίο επιτέθηκαν και στην κυριολεξία τον κομμάτιασαν. Τα ελάχιστα λεπτά που άντεξε όμως ήταν αρκετά ώστε ακόμη περισσότεροι γενίτσαροι να πάρουν θάρρος και να σκαρφαλώσουν στα τείχη. Πλέον η μάχη κριθεί.
Ο Σουλτάνος που παρακολουθούσε από κοντά τη μάχη, ενώ είχε σηκώσει το χέρι να σημάνει υποχώρηση, είδε με το έμπειρο μάτι του την αναταραχή στις γραμμές των υπερασπιστών κι αντί για υποχώρηση έδωσε εντολή όλες οι δυνάμεις του να ορμήσουν στο σημείο εκείνο. Τότε χιλιάδες Οθωμανοί άρχισαν να ορμούν στο σημείο που ο Σουλτάνος υπέδειξε.
Οι αμυνόμενοι υποχώρησαν υπό το βάρος του αριθμού των επιτιθεμένων. Σε ένα τέταρτο 30.000 Οθωμανοί ανέβηκαν στα τείχη. Τώρα όλοι ούρλιαζαν απόκοσμα και έσφαζαν όποιον συναντούσαν.
Η Πόλις Εάλω. Η υποχώρηση έγινε πανικός. Στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού εκείνο το πρωινό της 29ης Μαΐου 1453 παίχτηκε η τελευταία σελίδα του δράματος. Το πρόσωπο του Αυτοκράτορα είχε μεταβληθεί σε μια μάσκα πόνου. Δεν πίστευε και ο ίδιος πόσο γρήγορα και ξαφνικά ανατράπηκε η κατάσταση. Οι Οθωμανοί έμπαιναν πλέον από παντού χωρίς ο ίδιος να μπορεί να κάνει το παραμικρό. Έστρεψε το πρόσωπο του προς τα πίσω. Έβλεπε από ψηλά την αγαπημένη του πόλη να ψυχορραγεί. «Όλα τελείωσαν λοιπόν» σκέφτηκε και πρόσταξε την φρουρά του να υποχωρήσει. Όλοι αρνήθηκαν. Ήταν περίπου 300 άνδρες.
Ο ίδιος με ψυχραιμία ανέβηκε στο άλογό του και κάλπασε. Τον συνόδευαν οι καλοί του φίλοι , ο Ιωάννης Δαλματός, ο Δον Φρανσίσκο ντε Τολέδο, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Καντακουζηνός. Ο Θεόφιλος τον προέτρεψε να φύγει και να σωθεί. «Δεν φεύγω» είπε. «Η πόλη μου πεθαίνει και μαζί της θα πεθάνω και εγώ».
Ο Αυτοκράτορας της Βασιλεύουσας δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Ξεθήκωσε το σπαθί του και όρμησε κατά των Οθωμανών. Πίσω του οι σύντροφοι του έκαναν το ίδιο. Όλοι τους δέχονταν χτυπήματα αλλά συνέχιζαν να μάχονται. Σε λίγα λεπτά ο ίδιος είχε περικυκλωθεί. Η πανοπλία και ο μανδύας του ήταν μέσα στα αίματα. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα για τον χαμό της θεοφύλακτης Πόλης.
Ο Κωνσταντίνος τότε φώναξε προς τους άνδρες της φρουράς του που έπεφταν μαχόμενοι ο ένας μετά τον άλλο: «Δεν υπάρχει ένας Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;»
Και καθώς όρμησε για τελευταία φορά κατά των Οθωμανών, δέχτηκε από πίσω ένα δυνατό χτύπημα. Όλα μαύρισαν στα μάτια του. Κατέρρευσε. Οι γενίτσαροι έπεσαν πάνω του… Κανείς ποτέ δεν τον ξαναείδε… Σε λίγο νεκροί θα κείτονταν και οι 300 υπερασπιστές της Πύλης του Αγίου Ρωμανού... Κωνσταντίνος Α. Δημητριάδης (απόσπασμα από άρθρο του ιδίου που δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό της Εθνικής Φρουράς στην Κύπρο ΕΘΝΙΚΗ ΦΡΟΥΡΑ & ΑΜΥΝΑ Μάϊος 2020)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου